- κροτωνοφόρος
- κροτωνο-φόρος, ον,A bearing castor-oil plants, [γῆ] Sammelb.6797.16, al. (iii B. C.), PPetr. 2p.110 (= 3p.69) (iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κροτωνοφόρος — κροτωνοφόρος, ον (Α) (για γη) αυτή που παράγει τα φυτά τού γένους κρότωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροτών + συνδετικό φωνήεν ο + φόρος (< φέρω), πρβλ. κωνοφόρος, οπωρο φόρος] … Dictionary of Greek